γιαλόχαρτο

γιαλόχαρτο
το
βλ. γυαλόχαρτο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γυαλόχαρτο — και γιαλόχαρτο, το χαρτί με λεπτότατα θρύμματα γυαλιού στη μια επιφάνεια για λείανση διαφόρων επιφανειών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυαλί + χαρτί. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. papier de verre)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”